- θεότρελος
- -η, -ο1. ο εντελώς τρελός2. αυτός που παρασύρεται σε παράλογες πράξεις από πάθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεότρελος — η, ο θεοπάλαβος: Έχει θεότρελες ιδέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοπάλαβος — η, ο τελείως παλαβός, ο θεότρελος … Dictionary of Greek
θεόλωλος — η, ο θεότρελος … Dictionary of Greek